- θαλασσογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θαλασσογραφία («θαλασσογραφικός πίνακας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη θαλασσογραφία: Θαλασσογραφικός πίνακας. – Θαλασσογραφικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)